Αντουάν, Αντρέ

Αντουάν, Αντρέ
(André Antoine, Λιμόζ 1858 – Λε Πουλιγκέν 1943). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού στο γαλλικό θέατρο. Άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το θέατρο όταν ακόμα ήταν απλός υπάλληλος της εταιρείας φωταερίου. Το 1887 ίδρυσε το Ελεύθερο Θέατρο (Théâtre Libre),όπου ανέβασε θεατρικές διασκευές μυθιστορημάτων του Ζολά και του Γκονκούρ, ανέδειξε τα έργα του Μπεκ και γνώρισε στο γαλλικό κοινό το έργο του Ίψεν, του Τολστόι και του Στρίντμπεργκ, ανανεώνοντας κυρίως τη σκηνογραφία, τον φωτισμό και την απαγγελία, με βάση έναν απόλυτο σεβασμό της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο Α. δημιούργησε ιδιαίτερη σχολή και πολύ γρήγορα απέκτησε μιμητές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο αγώνας του εναντίον του ακαδημαϊκού θεάτρου στέφθηκε με επιτυχία και του ανατέθηκε η διεύθυνση του Οντεόν, του δεύτερου εθνικού θεάτρου της Γαλλίας· το καλλιτεχνικό του ύφος όμως δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο κλασικό δραματολόγιο και πολύ γρήγορα ο Α. ξεπεράστηκε. Μετά την παραίτησή του από τη διεύθυνση του Οντεόν άνοιξε δικό του θέατρο που εξακολουθεί και σήμερα να διατηρεί το όνομά του (Théâtre Antoine). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αφοσιώθηκε στη θεατρική κριτική. Τα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν σε δύο τόμους, Οι αναμνήσεις μου από το Ελεύθερο Θέατρο (1921) και Οι αναμνήσεις μου από το Θέατρο Αντουάν και το Οντεόν (1928), αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το θέατρο της εποχής του και διατηρούν μέχρι τις ημέρες μας το ενδιαφέρον τους στο ακέραιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ζερικό, Ζαν Λουί Αντρέ Τεοντόρ — (Jean Louis André Théodore Géricault, Ρουέν 1791 – Παρίσι 1824). Γάλλος ζωγράφος. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Ζ. σπούδασε στο κολέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου και στα εργαστήρια του Καρλ… …   Dictionary of Greek

  • Σαιντ - Εξιπερί, Αντουάν ντε- — (Saint Exupery). Γάλλος συγγραφέας (Λυών 1900 Τυρρηνικό πέλαγος 1944). Αφού πήρε δίπλωμα πιλότου, υπηρέτησε στις πολιτικές αεροπορικές γραμμές. Στη διάρκεια της Αντίστασης πήρε μέρος σε διάφορες αεροπορικές επιχειρήσεις και σκοτώθηκε πολεμώντας,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”